πικρούτσικος

πικρούτσικος
-η, -ο
ο λίγο πικρός, ο υπόπικρος: Φέτος το κρασί μας έγινε πικρούτσικο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πικρούτσικος — η, ο, Ν κάπως πικρός, υπόπικρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. μικρ ούτσικος)] …   Dictionary of Greek

  • πικρίδιος — ον, Α ο κάπως πικρός, ο πικρούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + επίθημα ίδιος (πρβλ. μεσ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …   Dictionary of Greek

  • υπόπικρος — η, ο / ὑπόπικρος, ον, ΝΑ [πικρός] ο κάπως πικρός, πικρούτσικος. επίρρ... ὑποπίκρως Μ κάπως πικρά …   Dictionary of Greek

  • υπόπικρος — η, ο κάπως πικρός, πικρούτσικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”